καλοκουβεντιάζω

καλοκουβεντιάζω
αμετ.
1) ясно говорить, произносить; 2) серьёзно разговаривать; 3) приятно поговорить; забыться за хорошей беседой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "καλοκουβεντιάζω" в других словарях:

  • καλοκουβεντιάζω — 1. μιλώ με σαφήνεια, κουβεντιάζω σοβαρά 2. μπαίνω στο κύριο θέμα τής συνομιλίας («όσο να ειπεί, να καλοκουβεντιάσει», δημ. τραγ.) 3. μιλώ με συμβιβαστικό τόνο, αποφεύγω λέξεις και εκφράσεις που είναι δυνατόν να εξοργίσουν κάποιον 4. παροιμ. «όσο… …   Dictionary of Greek

  • καλοκουβεντιάζω — καλοκουβέντιασα, καλοκουβεντιάστηκα, καλοκουβεντιασμένος, κουβεντιάζω καλά, λέω καλές κουβέντες: Σε χαίρομαι που καλοκουβεντιάζεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»